Τραγούδι: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Μουσική - Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μέσα στο κέφι του γλεντιού και στου κρασιού τη ζάλη
ένας μικρός εμίλησε μ' αποκοτιά μεγάλη
"Ξένε ότι είχες να μας πεις όλα θαρώ μας τά 'πες
γύρισες όταν έχασες όνειρα και αγάπες".
Πιότερο τον επίκρανε κι απ' τη ντροπή του νόστου
που ο μικρός δε γνώρισε πως ήταν αδερφός του.
Σαν τέλειωσε η ξεφάντωση πήγε στην κάμαρά του
πού 'χανε βάψει οι τοίχοι της από τα όνειρά του.
Κι όπως εξετυλίγονταν τα όνειρα τα πρώτα
ο αδερφός του χτύπησε της κάμαρας την πόρτα
και τού 'πε πως από καιρό τον τυρρανά η σκέψη
μα απόψε τ' αποφάσισε αλάργο να μισέψει.
Επόνεσε όπως πονεί παλιά πληγή π' ανοίγει
και του διπλοπαράγγελνε τι πρέπει ν' αποφύγει
"Εκεί στα ξένα που θα πας, μην πιείς νερό αδερφέ μου
τση λησμονιάς και μαραθείς, ανθέ και καντιφέ μου.
Κάμε σαΐτα την καρδιά να σκίσει τον αέρα
να φτάσεις όπου έφτασα κι ακόμη παραπέρα.
Και το στερνό που θα σου πω πριν από τη φυγή σου
πρόσεξε στο ταξίδι σου μη χάσεις την ψυχή σου".
Μέσα στη νύχτα μείνανε γιά ώρα αγκαλιασμένοι
και νοιώθαν πως μ' αόρατο σκοινί ήτανε δεμένοι.
Κι όπως τον συναπόβγανε και μάκραινε η σκιά του
έπεσε στο προσκέφαλο κι έκλαψ' απ' την καρδιά του.