Τραγούδι: Γιάννης Χαρούλης
Μουσική - Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί
κι είπανε να μερώσουνε μιά στιγμή
οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.
Η άνοιξη μαυλίστρα γιά να διαβεί
κοιτάξτε χωριανοί μου τι θα συμβεί
τα πάθη σα σαρκώσομε του Ραβί
εκείνος ο μπροστάρης κι εμείς στραβοί.
Ήλιε μου στρατολάτη ταξιδευτή
που μού 'δωσες τη χάρη του γητευτή
ο άνθρωπος γυρεύει γιά να γευτεί
απ' το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.
Η μεγαλοβδομάδα κόρη ξανθή
μύρωσε το χωριό μας και ροδανθεί
που τρώει το θεό του γιά να χαθεί
κι ίσως με το χαμό του ν' αναστηθεί.
Στης άνοιξης τον κόρφο το ζηλευτό
μυριόχρωμο γιορντάνι το σερπετό
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό
γιά να πετάξει εκείνος ως είν' γραφτό.
Πέρνα περαματάρη τον ποταμό
πάρε κι εμέ μαζί σου στο μισεμό
κι εκεί στον καταράχτη και στο γκρεμό
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.